Για πολύ κόσμο ίσως να είναι συλλήβδην «κρυολογήματα» μιας και τα συμπτώματα είναι βήχας, συνάχι, σωματική κατάπτωση, ίσως και πυρετός. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτά τα σημάδια είναι προειδοποιητικά για την ύπαρξη λοιμώξεων στο αναπνευστικό – αυτό σημαίνει ότι ένας μικροοργανισμός (ιός ή βακτήριο) έχει μπει στο ανώτερο ή κατώτερο αναπνευστικό σύστημα και έχει πολλαπλασιαστεί. Εάν συμβαίνει αυτό τότε υπάρχει λοίμωξη: εάν αναφερόμαστε στο ανώτερο αναπνευστικό (μύτη, στόμα, φάρυγγας, ιγμόρεια, λάρυγγας) τότε συνήθως πρόκειται για το κοινό κρυολόγημα, το οποίο «εμφανίζεται» κυρίως τους χειμερινούς μήνες ή για άλλη λοίμωξη π.χ. φαρυγγοαμυγδαλίτιδα, ιγμορίτιδα κ.α.. Ωστόσο, οι οξείες λοιμώξεις του κατώτερου αναπνευστικού (από το λάρυγγα και κάτω) περιλαμβάνουν την πνευμονία, δηλαδή τη συγκέντρωση μικροβίων στις κυψελίδες του πνεύμονα, αλλά και λοιμώξεις που επηρεάζουν τους αεραγωγούς, όπως είναι η οξεία βρογχίτιδα και η βρογχιολίτιδα, η γρίπη και ο κοκκύτης.
Η οξεία βρογχίτιδα εμφανίζεται στους αεραγωγούς και επηρεάζει 30-50 άτομα σε κάθε 1.000 άτομα πληθυσμού κάθε χρόνο – στην Ευρώπη καταγράφονται 16,5 εκατ. κρούσματα ετησίως. Για βρέφη και νήπια μικρότερα των δύο ετών η πιο κοινή αιτία εισαγωγής στο νοσοκομείο είναι η βρογχιολίτιδα – τα συμπτώματα, ο συριγμός και ο βήχας που διαρκούν εβδομάδες, ακόμα και μήνες.
Η γρίπη εμφανίζεται σε ετήσιες επιδημίες –η μετάδοση είναι πολύ εύκολη και δεν μπορεί να περιοριστεί–, και περιστασιακά σε πανδημίες. Ευάλωτοι πληθυσμοί είναι τα παιδιά (ειδικά όσα είναι κάτω των δύο ετών), οι ηλικιωμένοι και οι χρονίως πάσχοντες – ετησίως υπολογίζεται ότι επηρεάζεται το 20% του παγκόσμιου πληθυσμού. Μια συνήθης μορφή της γρίπης έχει συμπτώματα τον πυρετό, τους μυϊκούς πόνους, τον πονοκέφαλο, το βήχα, τον πονόλαιμο και τη ρινική συμφόρηση. Όμως σε περιπτώσεις οξείας λοίμωξης μπορεί να εξελιχθεί σε πνευμονία.
Η πνευμονία είναι η πιο συχνή αιτία θανάτου λόγω φλεγμονώδους νόσου σε Ευρώπη και ΗΠΑ, κυρίως εξαιτίας των επιπλοκών ακόμα και στην καρδιά, τις αρθρώσεις και τα νεφρά. Στις ομάδες υψηλού κινδύνου ανήκουν τα παιδιά και οι ηλικιωμένοι άνδρες. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση καταγράφονται 3,370 εκατ. κρούσματα το χρόνο και 1 εκατ. εισαγωγές στο νοσοκομείο. Η πιο κοινή αιτία εμφάνισής της στους αεροφόρους σάκους στο εσωτερικό των πνευμόνων είναι ο στρεπτόκοκκος πνευμονίας στους ενήλικες, και στα παιδιά ο συγκυτιακός αναπνευστικός ιός. Υπάρχει η νοσοκομειακή πνευμονία που εκδηλώνεται τουλάχιστον 48 ώρες μετά την εισαγωγή στο νοσοκομείο, η πνευμονία του αναπνευστήρα που αφορά όσους έχουν ενδοτραχειακή διασωλήνωση σε ΜΕΘ, αλλά και η πνευμονία της κοινότητας που είναι η πιο συνηθισμένη και οφείλεται σε διάφορους μικροοργανισμούς.
Ο κοκκύτης, από την άλλη, είναι μια βακτηριακή λοίμωξη του αναπνευστικού που συχνά ξεκινά όπως το κοινό κρυολόγημα αλλά μπορεί να γίνει απειλητική για τη ζωή, ειδικά για βρέφη κάτω του ενός έτους. Μεταδίδεται εξαιρετικά εύκολα με τα σταγονίδια του βήχα ή του φτερνίσματος. Η συχνότερη επιπλοκή στα βρέφη και στα παιδιά με εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα είναι η πνευμονία.
Σε ό, τι αφορά τον ενήλικο πληθυσμό, εξαιρετικά ευάλωτοι στις λοιμώξεις του αναπνευστικού είναι οι καπνιστές και όσοι έχουν χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, οι οποίοι είναι πιο πιθανό να παρουσιάσουν και επιπλοκές. Ο καλύτερος τρόπος πρόληψης είναι η αποφυγή πολυσύχναστων χώρων, το συχνό και καλό πλύσιμο των χεριών και τα εμβόλια κατά της γρίπης και του πνευμονιόκοκκου.
Με δεδομένο ότι οι περισσότερες λοιμώξεις είναι ιογενούς αιτιολογίας, τα αντιβιοτικά δεν έχουν καμία επίδραση τις περισσότερες φορές. Σε όσους ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες συνιστάται να απευθύνονται άμεσα στον γιατρό τους, ώστε να αποφασίσει εάν και τι είδους θεραπεία πρέπει να ακολουθήσουν.Η αλλεργική ρινίτιδα είναι μια χρόνια αναπνευστική νόσος που περιγράφεται ως την αντίδραση του οργανισμού σε συγκεκριμένα αλλεργιογόνα, με τη γύρη να είναι το πιο κοινό.
Στο διεθνές συνέδριο της Ευρωπαϊκής Πνευμονολογικής Εταιρείας (ERS) που έγινε το 2018 στο Παρίσι δύο μελέτες που παρουσιάστηκαν αποδεικνύουν ότι το άσθμα είναι μια πάθηση, τα αίτια της οποίας δεν έχουν ακόμα κατανοηθεί από την επιστημονική κοινότητα